συμβόσκομαι

συμβόσκομαι
ΜΑ
(για ζώο) βόσκω μαζί με άλλο («συμβοσκηθήσεται λύκος μετὰ ἀρνοῡ», Ιωάνν. Χρυσ.)
μσν.
(και ενεργ. τ. συμβόσκω)
μτφ. ποιμαίνω μαζί με κάποιον άλλο («ὅπως τὸ Χριστοῡ ποίμνιον συμβόσκοιτε», Σωφρ. Ιερ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύμβοτος — ον, Α [συμβόσκομαι] (κατά τον Ησύχ.) «σύννομος» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”